- ανάρμενος
- η , ο [ος , ον ] см. αναρμάτωτος 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνάρμενος — unequipped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάρμενος — η, ο (Α ἀνάρμενος, ον) (για ιστιοφόρα) αυτός που δεν έχει τα αναγκαία για ταξίδι εξαρτήματα, ο μη εξοπλισμένος νεοελλ. (για ιστιοφόρα) αυτός που λόγω νηνεμίας ή βλάβης δεν μπορεί να αποπλεύσει … Dictionary of Greek